Υπάρχει μια
διάχυτη άποψη για το τέλος των ιδεολογιών. Ότι τελικά "ίδιοι είναι
όλοι" και πως τα κόμματα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές. Μια τέτοια άποψη
εκτός από απαισιόδοξη, είναι εντελώς ανιστόρητη και το σημαντικότερο επικίνδυνη
και απαξιωτική για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Οποιασδήποτε μορφής
Δημοκρατίας.
Εδώ θα ερευνήσουμε τις ιδεολογικές ρίζες, οι οποίες διαμορφώνουν τα σύγχρονα πολιτικά προτάγματα και
οργανώνουν του κομματικούς οργανισμούς. Όμως πέρα από τις κομματικές
προτιμήσεις οι ρίζες των ιδεολογιών θα μας αποκαλύψουν και προτάσεις για
πολιτικές που ενδεχομένως ξεφεύγουν απο τα στενά πλαίσια της λειτουργίας των
κομμάτων.
Η πρώτη πολιτική φιλοσοφία πηγάζει από τον φιλόσοφο Thomas Hobbes, που έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα (1588-1679). Το σημαντικότερο έργο του είναι ο "Λεβιάθαν" (Leviathan or the Matter, Form and Power
of a Comonwealth Ecclesiastical and Civil). Η εποχή του ήταν μια αιματηρή εποχή που όλοι πολεμούσαν με όλους. Η Ευρώπη
είχε ακόμα δουκάτα, τα οποία συνασπίζονταν σε μεγαλύτερα βασίλεια και είχε
αρχίσει να προσχηματίζεται ο θεσμός του κυρίαρχου κράτους. Ο Hobbes ξεκινάει με την υπόθεση του πως
λειτουργούσε ο κόσμος δίχως τον θεσμό του κυρίαρχου κράτους. Σε μια τέτοια
κατάσταση ισχυρίζεται ότι όλοι πολεμάνε με όλους. Αυτή τη κατάσταση την
ονομάζει "Φυσική κατάσταση" (State of nature). Για να ξεφύγουν οι άνθρωποι από αυτήν
την κατάσταση αγριότητας, θα έπρεπε να
μετατραπεί ο φόβος που έχουν ο ένας για τον άλλο σε ένα κλίμα συνεργασίας, που
επισφραγίζεται με ένα συμβόλαιο μεταξύ τους που θα τους παρέχει ασφάλεια έναντι
των εχθρών τους.
Ο φόβος του θανάτου λοιπόν εγείρει την ανάγκη για συνεννόηση και συνεργασία.
Όμως οι άνθρωποι για τον Hobbes δεν έχουν αγαθή φύση. Είναι ιδιοτελείς και νοιάζονται μόνο για το προσωπικό
τους συμφέρον. Έτσι εφευρίσκει τον Λεβιάθαν. Το Κράτος. Το οποίο έχει την
εξουσία στο μονοπώλιο της βίας με τον στρατό και την αστυνομία. Άσχετα αν
πρόκειται για κοινοβουλευτική δημοκρατία ή για μοναρχία. Το μονοπώλιο της βίας
χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την επιβολή της κοινωνικής ειρήνης και την
προστασία από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Όμως θα πρέπει το κράτος να
προστατεύεται και από τον ίδιο τον Λεβιάθαν. Το κράτος να αυτοπεριορίζει την
εξουσία του ίδιου του κράτους. Από εδώ απορρέει η θέσπιση βασικών κανόνων, ενός
νομικού πλαισίου δηλαδή, που αποτελεί το Σύνταγμα. Όμως η δημιουργία του
κράτους συνοδεύεται και πάλι από μια ανασφάλεια. Η ασφάλεια του ενός κράτους
αποτελεί ανασφάλεια για κάποιο άλλο. Έτσι τα κράτη αρχίζουν να κάνουν αμοιβαίες
επωφελείς συμφωνίες μεταξύ τους, οι οποίες ρυθμίζουν το δίκαιο διεθνώς. Είναι
οι βάσεις του Διεθνούς Δικαίου και η
πολιτική φιλοσοφία του Ρεαλισμού
Η εποχή του Hobbes, είναι σε
μεγάλο βαθμό ακόμα μια φεουδαρχική εποχή. Στις παρυφές των επικρατειών των
βασιλιάδων, δρουν μικροέμποροι που μεταφέρουν την πραμάτεια τους από περιοχή σε
περιοχή, να την πουλήσουν για επιβίωση. Μάλιστα οι έμποροι αυτοί θεωρούνται
παρακατιανοί. Το θρησκευτικό ρεύμα του Καλβινισμού αρχίζει να εισάγει στην
Ευρώπη την αξία της εργασίας ως ηθικής αρετής. Η αφοσίωση στην εργασία, ήταν γι
αυτούς προσήλωση στο Θεό, ανάπτυξη της κλίσης με την έννοια του χαρίσματος. Οι
έμποροι μέσα από αυτή την οπτική ήταν θεοσεβούμενοι και όχι αθεόφοβοι.
Ο καλβινισμός ενθάρρυνε την ανάπτυξη του εμπορίου, την επιδίωξη του πλούτου και
την ηθική νομιμοποίηση του επιχειρηματικού πνεύματος. Οι εμπορικές σχέσεις
ολοένα και δυναμώνουν καθώς οι εξερευνητές του πλανήτη βρίσκουν νέους τόπους,
τα βασίλεια δημιουργούν αποικίες και συναλλάσουν εμπορεύματα με αυτές.
Έτσι οι πολιτικές φιλοσοφίες μετατοπίζουν την δύναμη των κρατών στο οικονομικό
επίπεδο. Από τα κράτη-στρατούς περνάμε στην εποχή των κρατών-εμπόρων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και πάνω στις
σκέψεις φιλοσόφων όπως ο Λόκ, ο Μπένθαμ και ο Κάντ, ένας Σκωτζέζος
οικονομολόγος εκδίδει το 1776 «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου
των εθνών». Πρόκειται για τον Άνταμ Σμίθ (1723-1790). Εκεί ο Σμίθ ισχυρίζεται,
ότι μέσα από τους εμπορικούς δεσμούς που διαπλέκονται ανάμεσα στις διάφορες
χώρες μπορεί η κοινωνίες να γίνουν περισσότερο ειρηνικές και ελεύθερες.
Αποδέχεται την ανθρώπινη απληστία και το κίνητρο του ατομικού συμφέροντος, αλλά
πιστεύει ότι έχει όρια, οπότε αναγκάζει τους ανθρώπους να συνεργαστούν, αν
επωφελούνται αμοιβαία. Μετατοπίζει τις ιδέες του Hobbes από τα κράτη στα άτομα και μελετάει
την οικονομία στην αυγή των πρώτων καπιταλιστικών μεταβάσεων. Θέτει τις βάσεις
για την λογική του ελεύθερου εμπορίου που αυτορυθμίζεται από "ένα αόρατο
χέρι" των μαθηματικών νόμων της
προσφοράς και της ζήτησης. Ο Πλούτος που παράγεται έτσι από την συνολική
παραγωγή του κάθε κράτους διαχέεται και μοιράζεται πάλι πίσω στη κοινωνία.
Θεωρεί το κράτος ως έναν θεσμό που θέτει κανόνες και πιστεύει ότι πρέπει να
σέβονται τις διακρατικές συμφωνίες στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βέβαια
να επισημανθεί ότι δικαιώματα τέτοια
είχαν μόνο οι Ευρωπαίοι τότε, μιας και οι κάτοικοι των αποικιών δεν θεωρούνταν
καν άνθρωποι ακόμα).
Έτσι ο Ανταμ Σμίθ θεωρείται ο βασικός θεμελιωτής μιας δεύτερης βασικής πολιτικής φιλοσοφίας. Αυτής του Φιλελευθερισμού.
Οι φιλοσοφία του Φιλελευθερισμού,
λοιπόν αναπτύσσεται και επικρατεί σε όλο και περισσότερες χώρες. Οι πόλεμοι
πράγματι μειώνονται από τις εμπορικές αλληλεξαρτήσεις των λαών, αλλά οι
οικονομολόγοι της εποχής (όπως και
σήμερα σε μεγάλο βαθμό) έχουν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα ερευνώντας τις
πήγες του πλούτου. Μεγάλοι οικονομολόγοι των αρχών του 19ου αιώνα δεν μπορούν
να κατανοήσουν γιατί συμβαίνουν οικονομικές υφέσεις και κρίσεις, προσπαθούν να
καταλάβουν πως τιμούνται τα αγαθά, πώς καθορίζεται η αξία τους και πώς
προκύπτει το κέρδος.
Τέλος γιατί δημιουργούνται μονοπώλια σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Μεγάλοι οικονομικοί αναλυτές της εποχής εκείνης θεωρούνται ο Μάλθους, ο
Ρικάρντο, Ο Ροντμερτους κ.α.
Τότε έρχεται να τους αμφισβητήσει με το έργο του ο Γερμανός φιλόσοφος και
οικονομολόγος Karl Marx (1818-1883) που μαζί με τον Friedrich Engels (1820-1895) και το εμβληματικό τους έργο το κεφάλαιο, κάνουν μια ιδιαίτερα
βαθιά και επιδραστική ανάλυση στην οικονομία και την κοινωνία.
Σέβονται τις ιδέες και του Ανταμ Σμίθ και τις επεκτείνουν κριτικάροντάς 'τες
όμως σφοδρά και ιδιαίτερα τα βάζουν με όλους αυτούς τους οικονομικούς αναλυτές
της εποχής τους. Ο τρόπς που το κάνουν και η επιστημονική μέθοδος, μπορεί να
συγκριθεί κατά τη γνώμη μου άνετα με την αμφισβήτηση των νόμων του Νεύτωνα από
τον Αϊνστάϊν στη φυσική.
Παρατηρούν ότι τίποτα δεν έχει αξία, αν πρώτα δεν μπει ανθρώπινη εργασία σε
κάτι ώστ ενα αποκτήσει χρησιμότητα και να μπορεί να ανταλλαχθεί. Πρέπει να μπεί
ανθρώπινη εργασία για να μαζευτούν τα φρούτα, να οργωθεί ένα χέρσο έδαφος, να
κατεργαστεί το δέρμα ενός ζώου. Να αποκτήσει κάτι δηλαδή αξία χρήσης (χρησιμότητα),
ώστε να μπορεί να ανταλλαχθεί έπειτα με κάτι άλλο, να έχει δηλαδή ανταλλακτική
αξία. Με τέτοιους ορισμούς φτάνουν στο συμπέρασμα ότι η αξία ενός αγαθού
ενσωματώνεται μέσω της εργασίας των ανθρώπων και των εργαλείων που εφευρίσκει ο
άνθρωπος για να παραχθεί ένα αγαθό. Σε αυτή τη διαδικασία (ή προσές) αυτός που
κατέχει τα εργαλεία παραγωγής, τα μέσα με τα οποία παράγεται το αγαθό, έχει τη
δυνατότητα να πληρώνει λιγότερο σε σχέση με αυτό που παράγεται ή να αυξάνει τα
ωράρια, ώστε αυτό που παράγεται να είναι πάνω από το αναγκαίο, κλέβοντας
ουσιαστικά την περισσευούμενη παρεχόμενη εργασία.
Έτσι σε κάθε κύκλο επανεπένδυσης κεφαλαίου, κλέβεται συνεχώς επιπλέον εργασία,
την οποία ονομάζει υπερεργασία, από όπου προκύπτει μια υπεραξία για τον
εργοδότη. Οι διάφοροι μικροέμποροι, ουσιαστικά λειτουργούν σαν αντιπρόσωποι των
παραγωγών, κλέβοντας κι αυτοί με τη σειρά τους ένα μέρος της αρχικής υπεραξίας.
Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της διεργασίας, είναι σε βάθος χρόνου να υπάρχει
μια συγκέντρωση μεταφοράς πλούτου σε όλο και λιγότερους οργανισμούς, οδηγώντας
σε μονοπώλια, που μόνο με κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να σπάσουν.
Αυτό που προτείνουν τελικά, είναι τα μέσα παραγωγής αντί να ανήκουν σε κάποιον
εργοδότη, να ανήκουν συλλογικά στους εργαζόμενους, σε ένα τεράστιο οικοσύστημα
συνεταιρισμών αγροτικών και βιομηχανικών, υπό την εποπτεία και τη διαχείριση
του κράτους, ώστε ο συνολικός πλούτος του έθνους να μοιράζεται και να μένει
στους ίδιους τους παραγωγούς.
Η φιλοσοφική αυτή σχολή σκέψης είναι ο
Μαρξισμός.
Οι τρεις αυτές βασικές πολιτικές φιλοσοφίες,
αναμίχθηκαν, εμπλουτίστηκαν, εξελίχθηκαν και σήμερα μιλάμε για νεορεαλισμό,
νεοφιλελευθερισμό και νεομαρξισμό.
Όμως μπορείτε να διακρίνεται στις ρίζες τα πολιτικά προτάγματα των σύγχρονων κομμάτων.
Κόμματα που πιστεύουν ότι η πατρίδα και η φύλαξη των συνόρων είναι πάνω απ'
όλα, αυτά που πιστεύουν ότι οι αγορές πρέπει να αφήνονται ελεύθερες στο
"αόρατο χέρι" της προσφοράς και της ζήτησης, αυτά που πιστεύουν ότι
πρέπει να μπαίνει ένα φρένο στην ασυδοσία και την αναρχία τους με κρατικές
παρεμβάσεις κι αυτά που πιστεύουν σε εργατικό έλεγχο κάθε παραγωγικής
διαδικασίας.
Με αυτό κατά νου καλό είναι να μην λέμε ότι δεν υπάρχουν ιδεολογίες και να
υιοθετούμε μια ισοπεδωτική λογική που μας μας απομακρύνει από την πολιτική και
υπονομεύει την δημοκρατία.
Καρανικολόπουλος Σάκης
08/05/2023