Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

6. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ

 

Στα προηγούμενα άρθρα μέχρι στιγμής διαπιστώσαμε την αδυναμία τόσο της σφαίρας των αγορών, όσο και της σφαίρας του κράτους να δημιουργήσουν  ποιοτικές θέσεις εργασίας, που να προωθούν την εξέλιξη και την καινοτομία. Είδαμε ότι σε ένα πλαίσιο αχαλίνωτου καπιταλισμού έχει ουσιαστικά μετατραπεί ακόμα και η ιδέα, δηλαδή η καινοτομία, σε εμπόρευμα, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δημιουργικότητα και η εξέλιξη. Έτσι η εκπαιδευτική διαδικασία παύει να εξυπηρετεί τη γνώση και υπηρετεί τις αγορές, με τις οποίες φιλοδοξεί να συνδεθεί βολικά.  Περιγράψαμε συγκεκριμένα την έννοια της υπεραξίας και διαπιστώσαμε ότι μπορεί να παραχθεί μόνο με εκμετάλλευση της εργασίας κάποιου από κάποιον άλλον που θα ωφεληθεί σε βάρος του πρώτου. Τέλος ψηλαφίσαμε τις ρίζες των πολιτικών ιδεολογιών, που η αντανάκλασή τους εμπεριέχεται στους σύγχρονους κομματικούς οργανισμούς.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν σε αυτή τη πραγματικότητα, είναι αν υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος ο οποίος να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες μάλιστα θα δίνουν κίνητρα στους εργαζομένους να καινοτομήσουν, να μοιραστούν τις ιδέες τους ελεύθερα, να δημιουργούν συνθήκες ενδιαφέρουσας μάθησης μέσα από την ίδια την εργασία -η οποία φυσικά θα συνδέεται άμεσα με την παραγωγή-, θα έχει δημοκρατικότερες συνθήκες διοίκησης, διαφάνεια στον οικονομικό έλεγχο και κυρίως θα περιορίζει την εκμετάλλευση. Επομένως θα πρέπει η υπεραξία που παράγεται να μην σφετερίζεται από κάποιον εργοδότη, αλλά εργοδότης να είναι η ίδια η κοινότητα που παράγει κάτι και η παραγωγή να επιστρέφει προς κατανάλωση στον ίδιο τον εργαζόμενο.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι καταφατική υπό προϋποθέσεις. Και η απάντηση είναι ο συνεταιρισμός.
Η προϋπόθεση είναι να δημιουργηθεί μια κουλτούρα συνεργασίας σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει να είμαστε ανταγωνιστικοί από τα γεννοφάσκια μας.
Τα προτερήματα είναι σαφή: Οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά. Οι διαχειριστές εκλέγονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους-μέλη του συνεταιρισμού, άρα λειτουργούν με δημοκρατικότερη φιλοσοφία σε σχέση με μια κλασική επιχείρηση. Το κεφάλαιο λειτουργίας μοιράζεται σε πολλά άτομα. Επίσης τα οικονομικά στοιχεία είναι προσβάσιμα σε όλα τα μέλη του συνεταιρισμού, τα οποία έχουν λόγο στο τρόπο διαχείρισής τους.
Δυστυχώς οι συνεταιρισμοί στη χώρα μας, έχουν μια κακή προϊστορία, η οποία οφείλετε σε περιπτώσεις κακοδιαχείρισης των χρημάτων, κομματικών παρεμβάσεων στη λειτουργία τους, θεσμικών κανόνων που τους κάνουν ανελαστικούς, υπονόμευσής τους από τα ίδια τα μέλη που σκέφτονται εγωιστικά ή τους χρησιμοποιούν για προσωπικά μόνο οφέλη και  φυσικά το ότι λειτουργούν σε ένα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον και κινδυνεύουν αν πετύχουν, είτε να εξαγοραστούν από βασικούς παίχτες του καπιταλισμού, είτε να διασπαστούν από τέτοιες ανταγωνιστικές δυνάμεις. Και ο τελευταίος είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος.

Οπότε οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι.
Και τέτοιες προσπάθειες ευελιξίας έχουν γίνει ήδη. Στη χώρα μας έχουν έρθει με τη μορφή των ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ (Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις).
Οι προσπάθειες όμως αυτές, που θεσμοθετήθηκαν εν μέσω οικονομικής κρίσης, δυστυχώς απέτυχαν.
Και απέτυχαν ίσως γιατί αφέθηκαν ρομαντικά στην ιδέα ότι οι άνθρωποι σε περιόδους οικονομικής κρίσης αυτόματα γίνονται πιο αλληλέγγυοι, ενώ θα έπρεπε να υπήρχε μεγαλύτερη ενημέρωση για τα οφέλη τους και καλύτερη θεσμική θωράκιση, ώστε να ανταπεξέλθουν στο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Στα επόμενα κεφάλαια λοιπόν, θα ασχοληθούμε εκτενέστερα τόσο με τα προσωπικά και κοινωνικά οφέλη τέτοιων συνεταιριστικών επιχειρήσεων, όσο και με τα λάθη και τα εμπόδια που εγείρονται στην δημιουργία και τη λειτουργία τους. Θα διερευνήσουμε τις τάσεις που υπάρχουν διεθνώς σε αυτόν τον τομέα και τη θέση της χώρας μας μέσα στο συνεταιριστικό οικοσύστημα.
Ειδικά μετά την πανδημία και με μια νέα και χειρότερη οικονομική κρίση να προοιωνίζεται, οι συνεταιριστικές κοινωνικές επιχειρήσεις θα είναι όχι απλός ένα αποκούμπι επιβίωσης, αλλά μια μοναδική ευκαιρία για  μια νέα κουλτούρα εργασιακών σχέσεων και όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής ανάπτυξης, με ευεργετήματα στη ποιότητα της παραγωγής, την διάχυσης της καινοτομίας, του σεβασμού στο φυσικό περιβάλλον, την ενδυνάμωση της τοπικής κοινότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της και τελικά της ίδιας της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας της, που εμπεριέχει τα ψήγματα μιας νέας και εξελιγμένης πολιτικής ιδεολογίας.


Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

5. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

 Υπάρχει μια διάχυτη άποψη για το τέλος των ιδεολογιών. Ότι τελικά "ίδιοι είναι όλοι" και πως τα κόμματα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές. Μια τέτοια άποψη εκτός από απαισιόδοξη, είναι εντελώς ανιστόρητη και το σημαντικότερο επικίνδυνη και απαξιωτική για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Οποιασδήποτε μορφής Δημοκρατίας.

Εδώ θα ερευνήσουμε τις ιδεολογικές ρίζες, οι οποίες διαμορφώνουν  τα σύγχρονα πολιτικά προτάγματα και οργανώνουν του κομματικούς οργανισμούς. Όμως πέρα από τις κομματικές προτιμήσεις οι ρίζες των ιδεολογιών θα μας αποκαλύψουν και προτάσεις για πολιτικές που ενδεχομένως ξεφεύγουν απο τα στενά πλαίσια της λειτουργίας των κομμάτων.

Η πρώτη πολιτική φιλοσοφία πηγάζει από τον φιλόσοφο
Thomas Hobbes, που έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα (1588-1679). Το σημαντικότερο έργο του είναι ο "Λεβιάθαν" (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Comonwealth Ecclesiastical and Civil). Η εποχή του ήταν μια αιματηρή εποχή που όλοι πολεμούσαν με όλους. Η Ευρώπη είχε ακόμα δουκάτα, τα οποία συνασπίζονταν σε μεγαλύτερα βασίλεια και είχε αρχίσει να προσχηματίζεται ο θεσμός του κυρίαρχου κράτους. Ο Hobbes ξεκινάει με την υπόθεση του πως λειτουργούσε ο κόσμος δίχως τον θεσμό του κυρίαρχου κράτους. Σε μια τέτοια κατάσταση ισχυρίζεται ότι όλοι πολεμάνε με όλους. Αυτή τη κατάσταση την ονομάζει "Φυσική κατάσταση" (State of nature). Για να ξεφύγουν οι άνθρωποι από αυτήν την κατάσταση  αγριότητας, θα έπρεπε να μετατραπεί ο φόβος που έχουν ο ένας για τον άλλο σε ένα κλίμα συνεργασίας, που επισφραγίζεται με ένα συμβόλαιο μεταξύ τους που θα τους παρέχει ασφάλεια έναντι των εχθρών τους.
Ο φόβος του θανάτου λοιπόν εγείρει την ανάγκη για συνεννόηση και συνεργασία.
Όμως οι άνθρωποι για τον
Hobbes δεν έχουν αγαθή φύση. Είναι ιδιοτελείς και νοιάζονται μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον. Έτσι εφευρίσκει τον Λεβιάθαν. Το Κράτος. Το οποίο έχει την εξουσία στο μονοπώλιο της βίας με τον στρατό και την αστυνομία. Άσχετα αν πρόκειται για κοινοβουλευτική δημοκρατία ή για μοναρχία. Το μονοπώλιο της βίας χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την επιβολή της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Όμως θα πρέπει το κράτος να προστατεύεται και από τον ίδιο τον Λεβιάθαν. Το κράτος να αυτοπεριορίζει την εξουσία του ίδιου του κράτους. Από εδώ απορρέει η θέσπιση βασικών κανόνων, ενός νομικού πλαισίου δηλαδή, που αποτελεί το Σύνταγμα. Όμως η δημιουργία του κράτους συνοδεύεται και πάλι από μια ανασφάλεια. Η ασφάλεια του ενός κράτους αποτελεί ανασφάλεια για κάποιο άλλο. Έτσι τα κράτη αρχίζουν να κάνουν αμοιβαίες επωφελείς συμφωνίες μεταξύ τους, οι οποίες ρυθμίζουν το δίκαιο διεθνώς. Είναι οι βάσεις του Διεθνούς Δικαίου και η πολιτική φιλοσοφία του Ρεαλισμού

Η εποχή του
Hobbes, είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα μια φεουδαρχική εποχή. Στις παρυφές των επικρατειών των βασιλιάδων, δρουν μικροέμποροι που μεταφέρουν την πραμάτεια τους από περιοχή σε περιοχή, να την πουλήσουν για επιβίωση. Μάλιστα οι έμποροι αυτοί θεωρούνται παρακατιανοί. Το θρησκευτικό ρεύμα του Καλβινισμού αρχίζει να εισάγει στην Ευρώπη την αξία της εργασίας ως ηθικής αρετής. Η αφοσίωση στην εργασία, ήταν γι αυτούς προσήλωση στο Θεό, ανάπτυξη της κλίσης με την έννοια του χαρίσματος. Οι έμποροι μέσα από αυτή την οπτική ήταν θεοσεβούμενοι και όχι αθεόφοβοι.
Ο καλβινισμός ενθάρρυνε την ανάπτυξη του εμπορίου, την επιδίωξη του πλούτου και την ηθική νομιμοποίηση του επιχειρηματικού πνεύματος. Οι εμπορικές σχέσεις ολοένα και δυναμώνουν καθώς οι εξερευνητές του πλανήτη βρίσκουν νέους τόπους, τα βασίλεια δημιουργούν αποικίες και συναλλάσουν εμπορεύματα με αυτές.
Έτσι οι πολιτικές φιλοσοφίες μετατοπίζουν την δύναμη των κρατών στο οικονομικό επίπεδο. Από τα κράτη-στρατούς περνάμε στην εποχή των κρατών-εμπόρων.  Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και πάνω στις σκέψεις φιλοσόφων όπως ο Λόκ, ο Μπένθαμ και ο Κάντ, ένας Σκωτζέζος οικονομολόγος εκδίδει το 1776 «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών». Πρόκειται για τον Άνταμ Σμίθ (1723-1790). Εκεί ο Σμίθ ισχυρίζεται, ότι μέσα από τους εμπορικούς δεσμούς που διαπλέκονται ανάμεσα στις διάφορες χώρες μπορεί η κοινωνίες να γίνουν περισσότερο ειρηνικές και ελεύθερες. Αποδέχεται την ανθρώπινη απληστία και το κίνητρο του ατομικού συμφέροντος, αλλά πιστεύει ότι έχει όρια, οπότε αναγκάζει τους ανθρώπους να συνεργαστούν, αν επωφελούνται αμοιβαία. Μετατοπίζει τις ιδέες του
Hobbes από τα κράτη στα άτομα και μελετάει την οικονομία στην αυγή των πρώτων καπιταλιστικών μεταβάσεων. Θέτει τις βάσεις για την λογική του ελεύθερου εμπορίου που αυτορυθμίζεται από "ένα αόρατο χέρι"  των μαθηματικών νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Ο Πλούτος που παράγεται έτσι από την συνολική παραγωγή του κάθε κράτους διαχέεται και μοιράζεται πάλι πίσω στη κοινωνία. Θεωρεί το κράτος ως έναν θεσμό που θέτει κανόνες και πιστεύει ότι πρέπει να σέβονται τις διακρατικές συμφωνίες στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βέβαια να επισημανθεί ότι  δικαιώματα τέτοια είχαν μόνο οι Ευρωπαίοι τότε, μιας και οι κάτοικοι των αποικιών δεν θεωρούνταν καν άνθρωποι ακόμα).
Έτσι ο Ανταμ Σμίθ θεωρείται ο βασικός θεμελιωτής μιας δεύτερης βασικής πολιτικής φιλοσοφίας. Αυτής του Φιλελευθερισμού.     

  Οι φιλοσοφία του Φιλελευθερισμού, λοιπόν αναπτύσσεται και επικρατεί σε όλο και περισσότερες χώρες. Οι πόλεμοι πράγματι μειώνονται από τις εμπορικές αλληλεξαρτήσεις των λαών, αλλά οι οικονομολόγοι της εποχής  (όπως και σήμερα σε μεγάλο βαθμό) έχουν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα ερευνώντας τις πήγες του πλούτου. Μεγάλοι οικονομολόγοι των αρχών του 19ου αιώνα δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνουν οικονομικές υφέσεις και κρίσεις, προσπαθούν να καταλάβουν πως τιμούνται τα αγαθά, πώς καθορίζεται η αξία τους και πώς προκύπτει το κέρδος.
Τέλος γιατί δημιουργούνται μονοπώλια σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Μεγάλοι οικονομικοί αναλυτές της εποχής εκείνης θεωρούνται ο Μάλθους, ο Ρικάρντο, Ο Ροντμερτους κ.α.
Τότε έρχεται να τους αμφισβητήσει με το έργο του ο Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος
Karl Marx (1818-1883) που μαζί με τον Friedrich Engels (1820-1895) και το εμβληματικό τους έργο το κεφάλαιο, κάνουν μια ιδιαίτερα βαθιά και επιδραστική ανάλυση στην οικονομία και την κοινωνία.
Σέβονται τις ιδέες και του Ανταμ Σμίθ και τις επεκτείνουν κριτικάροντάς 'τες όμως σφοδρά και ιδιαίτερα τα βάζουν με όλους αυτούς τους οικονομικούς αναλυτές της εποχής τους. Ο τρόπς που το κάνουν και η επιστημονική μέθοδος, μπορεί να συγκριθεί κατά τη γνώμη μου άνετα με την αμφισβήτηση των νόμων του Νεύτωνα από τον Αϊνστάϊν στη φυσική.
Παρατηρούν ότι τίποτα δεν έχει αξία, αν πρώτα δεν μπει ανθρώπινη εργασία σε κάτι ώστ ενα αποκτήσει χρησιμότητα και να μπορεί να ανταλλαχθεί. Πρέπει να μπεί ανθρώπινη εργασία για να μαζευτούν τα φρούτα, να οργωθεί ένα χέρσο έδαφος, να κατεργαστεί το δέρμα ενός ζώου. Να αποκτήσει κάτι δηλαδή αξία χρήσης (χρησιμότητα), ώστε να μπορεί να ανταλλαχθεί έπειτα με κάτι άλλο, να έχει δηλαδή ανταλλακτική αξία. Με τέτοιους ορισμούς φτάνουν στο συμπέρασμα ότι η αξία ενός αγαθού ενσωματώνεται μέσω της εργασίας των ανθρώπων και των εργαλείων που εφευρίσκει ο άνθρωπος για να παραχθεί ένα αγαθό. Σε αυτή τη διαδικασία (ή προσές) αυτός που κατέχει τα εργαλεία παραγωγής, τα μέσα με τα οποία παράγεται το αγαθό, έχει τη δυνατότητα να πληρώνει λιγότερο σε σχέση με αυτό που παράγεται ή να αυξάνει τα ωράρια, ώστε αυτό που παράγεται να είναι πάνω από το αναγκαίο, κλέβοντας ουσιαστικά την περισσευούμενη παρεχόμενη εργασία.
Έτσι σε κάθε κύκλο επανεπένδυσης κεφαλαίου, κλέβεται συνεχώς επιπλέον εργασία, την οποία ονομάζει υπερεργασία, από όπου προκύπτει μια υπεραξία για τον εργοδότη. Οι διάφοροι μικροέμποροι, ουσιαστικά λειτουργούν σαν αντιπρόσωποι των παραγωγών, κλέβοντας κι αυτοί με τη σειρά τους ένα μέρος της αρχικής υπεραξίας.
Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της διεργασίας, είναι σε βάθος χρόνου να υπάρχει μια συγκέντρωση μεταφοράς πλούτου σε όλο και λιγότερους οργανισμούς, οδηγώντας σε μονοπώλια, που μόνο με κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να σπάσουν.
Αυτό που προτείνουν τελικά, είναι τα μέσα παραγωγής αντί να ανήκουν σε κάποιον εργοδότη, να ανήκουν συλλογικά στους εργαζόμενους, σε ένα τεράστιο οικοσύστημα συνεταιρισμών αγροτικών και βιομηχανικών, υπό την εποπτεία και τη διαχείριση του κράτους, ώστε ο συνολικός πλούτος του έθνους να μοιράζεται και να μένει στους ίδιους τους παραγωγούς.
Η φιλοσοφική αυτή σχολή σκέψης είναι ο Μαρξισμός.

Οι τρεις αυτές βασικές πολιτικές φιλοσοφίες, αναμίχθηκαν, εμπλουτίστηκαν, εξελίχθηκαν και σήμερα μιλάμε για νεορεαλισμό, νεοφιλελευθερισμό και νεομαρξισμό.
Όμως μπορείτε να διακρίνεται στις ρίζες τα πολιτικά προτάγματα των  σύγχρονων κομμάτων.
Κόμματα που πιστεύουν ότι η πατρίδα και η φύλαξη των συνόρων είναι πάνω απ' όλα, αυτά που πιστεύουν ότι οι αγορές πρέπει να αφήνονται ελεύθερες στο "αόρατο χέρι" της προσφοράς και της ζήτησης, αυτά που πιστεύουν ότι πρέπει να μπαίνει ένα φρένο στην ασυδοσία και την αναρχία τους με κρατικές παρεμβάσεις κι αυτά που πιστεύουν σε εργατικό έλεγχο κάθε παραγωγικής διαδικασίας.
Με αυτό κατά νου καλό είναι να μην λέμε ότι δεν υπάρχουν ιδεολογίες και να υιοθετούμε μια ισοπεδωτική λογική που μας μας απομακρύνει από την πολιτική και υπονομεύει την δημοκρατία.

Καρανικολόπουλος Σάκης 
08/05/2023
 

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

4. ΠΩΣ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ


 Μια έκφραση του συρμού στη πολιτική δημόσια σφαίρα πολλές φορές γίνεται με την αναφορά στο περιεχόμενό της ,με τη λέξη "Υπεραξία". Την ακούμε πολλές φορές με τη συνοδεία της λέξης "παραγωγή". Η υπεραξία παράγεται λοιπόν κατά κάποιο τρόπο αυτόματα σύμφωνα με αυτούς που την επικαλούνται, με κάποιο μαγικό τρόπο, απλά εστιάζοντας σε κάποιο τομέα παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών και προωθώντας τον με τεχνικές marketing. Αρκεί λοιπόν να γίνει ένας τομέας mainstream, δημοφιλής και εμπορικά καταναλωτικός, ώστε να προσδώσει υπεραξία;

Τόσο μεγάλη απόκλιση στην ετυμολογία μιας λέξης δεν ξέρω πως προέκυψε. Η "Υπεραξία" είναι ένας Μαρξιστικός όρος με συγκεκριμένη διαδικασία εξαγωγής και συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Βασίζεται στην αναγκαστική εκμετάλλευση του εργαζομένου από τον εργοδότη. Και είναι η πεμπτουσία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και του οικονομικού συστήματος που δρούμε και γινόμαστε γρανάζια του.
Ο Μαρξ, καταρχήν διαχωρίζει τον όρο "εργασία" και "εργατική δύναμη".
"Εργασία" είναι, ας πούμε, ο σωματικός και πνευματικός κόπος με σκοπό την δημιουργία συνθηκών ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής. Είναι όμως ένας κόπος προσωπικός που πρωταρχικά προσβλέπει στην ατομική ανάγκη και επιπρόσθετα ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες.  Η "Εργατική δύναμη", πάλι, είναι εμπόρευμα. Είναι η πώληση της εργασίας (δηλαδή των ικανοτήτων μας)  σε κάποιον άλλο, με σκοπό την απόδοση κάποιας αποζημίωσης για τον κόπο μας.
Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι ουσιαστικός, μιας και καθορίζει τις σχέσεις του οικονομικού συστήματος και της κοινωνίας. Προκαπιταλιστικά, η εργατική δύναμη, παρέχονταν δωρεάν και εξαναγκαστικά από σκλάβους. Ο Καπιταλισμός δημιούργησε τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας που απαιτεί θεωρητικά ελεύθερους ανθρώπους, που είναι πρόθυμοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, σε αντάλλαγμα, με ένα μεροκάματο. Αυτές οι σχέσεις μισθωτής εργασίας καθορίζουν  το προσδοκώμενο επίπεδο ζωής, τον ελεύθερο χρόνο, τη δομή της οικογένειας, τη κοινωνική ζωή, ακόμα και τους κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Είναι απαραίτητο επίσης να γνωρίζουμε τον όρο "μέσα παραγωγής". Τα εργαλεία δηλαδή με τα οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις ικανότητές μας, ώστε να παράγουμε "αξίες χρήσης". Πράγματα δηλαδή που είναι ωφέλιμα τους ανθρώπους. Μέσα παραγωγής μπορεί να χαρακτηριστούν κάθε λογιών μηχανές και εργαλεία, αγροτική γη, κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά και ανθρώπους.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απαιτεί οι άνθρωποι να είναι διαχωρισμένοι από τα μέσα παραγωγής, έτσι ώστε αν κάποιος δεν τα διαθέτει για να παράγει κάτι μόνος του, να αναγκάζεται να πουλάει το μόνο πράγμα που μπορεί. Το τομάρι του σε κάποιο αφεντικό που διαθέτει αυτά τα μέσα.
Το εμπόριο γενικά, διακατέχεται από μια ατέρμονη αλληλουχία Εμπορευμάτων. Μπορούμε να φτιάξουμε δυο πήλινα δοχεία πχ, επειδή γνωρίζουμε την τεχνική  κατασκευής τους και να τα ανταλλάξουμε με ένα καλάθι, επειδή κάποιος άλλος ξέρει να κατασκευάζει καλάθια. Επειδή όμως χρειαζόμαστε ένα κοινό εμπόρευμα για να μετράμε τα υπόλοιπα εμπορεύματα εφεύραμε το χρήμα.
Έτσι το χρήμα, είναι κι αυτό ένα εμπόρευμα, που κατασκευάζεται με σκοπό να είναι το μέσο ανταλλαγής για τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Οπότε και η αλληλουχία του εμπορίου μπορεί να χαρτογραφηθεί σε ένα σχήμα που κάποιο Εμπόρευμα μετατρέπεται σε Χρήμα και το χρήμα μετατρέπεται σε ένα άλλο Εμπόρευμα κι αυτό γίνεται και πάλι χρήμα κλπ κλπ. Αν θέλουμε να το κάνουμε εικόνα είναι μια αλυσίδα (Ε)μπόρευμα-(Χ)ρήμα-(Ε)μπόρευμα-Χ-Ε-Χ-Ε....
Στην αλυσίδα "Ε-Χ-Ε-Χ-Ε...", μπορούμε εύκολα να ανακαλύψουμε κι ένα δεύτερο μοτίβο, που δεν έχει για άκρα του το  (Ε)μπόρευμα, αλλά το (Χ)ρήμα. Αν ξεκινήσουμε κάποια στιγμή την αλυσίδα από το (Χ)ρήμα, τότε θα έχουμε μια εικόνα της κάπως έτσι [Χ-Ε-Χ]-Ε-Χ-Ε...
Το πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα, δεν έχει καμιά σχέση με τη τιμή του. Η τιμή του καθορίζεται από την προσφορά και την ζήτηση. Αλλά η τιμή ανεβαίνει και πέφτει γύρω από ένα σημείο ισορροπίας. Οι διακυμάνσεις των τιμών δεν είναι ικανές να εξηγήσουν την συσσώρευση χρήματος και την επένδυσή του ως κεφάλαιο για να παραχθεί κάτι. Από που προκύπτει λοιπόν το κέρδος και άρα αυτή η συσσώρευση κεφαλαίου που θα επενδυθεί και πάλι ως χρήμα για να παράγει εμπορεύματα;
Αυτό πραγματεύεται ο Μαρξ στο έργο του "Το κεφάλαιο" και καταλήγει στο ότι η κινητήρια δύναμη είναι η Υπεραξία, η οποία μάλιστα υποδιαιρείται σε Σχετική Υπεραξία και Απόλυτη Υπεραξία.
Για να φτάσουμε όμως στη μαθηματική σχέση που την εξηγεί, θα πρέπει να εξοικειωθούμε με κάποιους όρους. Σε αδρές γραμμές, μπορούμε να συνοψίσουμε την Μαρξιστική λογική ως εξής:
Έστω ότι θες να επενδύσεις 100€. Αυτά τα μοιράζεις έστω σε 20€ σε πρώτες ύλες για την παραγωγή του προϊόντος σου, 40€ σε μηχανήματα και υποδομές και 40€ σε μισθούς εργατών.
Οι πρώτες ύλες, τα μηχανήματα και οι υποδομές ορίζονται ως Σταθερό Κεφάλαιο. Από την οπτική του κεφαλαιοκράτη είναι μόνο έξοδα όσο δεν μεταποιούνται σε κάτι χρήσιμο. Σε ένα προϊόν που να έχει "αξία χρήσης". Να θέλει ο κόσμος να το αγοράσει. Και όσο ο χρόνος περνάει το σταθερό κεφάλαιο είναι μόνο ζημία για τον κεφαλαιοκράτη. Οι πρώτες ύλες θα χαλάσουν, Τα μηχανήματα όσο δουλεύουν παθαίνουν βλάβες και φθείρονται και τα κτίρια χρειάζονται συντήρηση. Οπότε όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν προϊόν όσο πιο σύντομα γίνεται.
Οι εργαζόμενοι όμως έχουν μια ιδιομορφία. Κάθε μέρα αν φάνε και κοιμηθούν, μπορούν να αναπληρώσουν τις δυνάμεις τους και να στρωθούν ξανά στη παραγωγή. Οι εργαζόμενοι αποτελούν το Μεταβλητό Κεφάλαιο. Μεταβλητό γιατί ο κεφαλαιοκράτης, μπορεί να προκαταβάλει τον μισθό τους (άσχετα, αν ο εργαζόμενος τον παίρνει στο τέλος του μήνα, ο εργοδότης  τον έχει υπολογίσει πριν του τον δώσει, όπως και τους φόρους του στο κράτος). Οι ανάγκες των εργαζομένων, έχουν ένα κάτω όριο επιβίωσης. Δηλαδή έναν μίνιμουμ μισθό που να παρέχει τα βασικά ήδη για να υπάρχουν εργαζόμενοι στα όρια της πείνας. Αν ένας εργαζόμενος παρέχει εργασία που η αξία της υπερβαίνει αυτό το μίνιμουμ, τότε η επιπλέον εργασία, περνάει σε περισσότερη παραγωγή, άρα προσθέτει αξία στα προϊόντα που παράγονται . Είναι δωρεάν επιπλέον εργασία που εξαναγκάζεται ο μισθωτός να παρέχει ώστε να έχει έστω τον ελάχιστο και αναγκαίο μισθό και την επιπλέον αξία που προκύπτει την καρπώνεται ο εργοδότης.

Έτσι το μοτίβο που περιγράφτηκε προηγουμένως Χ-Ε-Χ θα πρέπει να μετατραπεί σε Χ-Ε-ΔΧ. Οπου ΔΧ=η διαφορά χρήματος που προκύπτει απο την διαδικασία παραγωγής και πώλησης ενός προϊόντος. Αυτό το ΔΧ είναι η υπεραξία. Όχι το κέρδος. Αν και από μόνη της η υπεραξία δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, επειδή είναι ένα μεταβλητό μέγεθος μέσα σε μια διαδικασία ανταλλαγής που είναι κοινωνικό φαινόμενο. Έχει νόημα όμως το ποσοστό της υπεραξίας, που είναι παράλληλα και ο δείκτης εκμετάλλευσης του εργαζομένου. Το συνολικό κεφάλαιο (ας το συμβολίσουμε με το Κ, είναι το άθροισμα του σταθερού (σ) και του μεταβλητού (μ) κεφαλαίου. Δηλαδή Κ= σ+μ.
Το μεταβλητό κεφάλαιο είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να παρέχει υπεραξία. Αν ένα κεφάλαιο θέλει να αξιοποιηθεί παραγωγικά θα πρέπει το αρχικό Κ να μετατραπεί σε Κ συν κάτι άλλο. Η συνολική υπεραξία που παράγει ο κάθε μεμονωμένος εργαζόμενος στη κοινωνική διαδικασία δίνει ένα νέο κεφάλαιο, μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Ας το συμβολίσουμε Κ' (κάπα με τόνο).
Θα πρέπει δηλαδή με κάποιο τρόπο το Κ να μετατραπεί σε Κ'.
Η αξία του σταθερού κεφαλαίου (σ), μετατρέπεται στο σύνολό της και απορροφάται στα προϊόντα που θα παραχθούν. Κάθε πρώτη ύλη, κάθε ζημιά στα μηχανήματα, κάθε επισκευή στα κτίρια, τελικά  είναι αξίες που θα ενσωματωθούν όλες στο τελικό προϊόν και θα πρέπει να τις πληρώσει ο καταναλωτής.
Στο μεταβλητό κεφάλαιο όμως έχουμε την παραγωγή υπεραξίας. ο Εργοδότης μπορεί να αυξήσει τις ώρες εργασίας (άρα να παράγει περισσότερα προϊόντα απ' ότι οι ανταγωνιστές του ή να μην πληρώσει τον μισθό που θα έπρεπε και να συμφωνήσει σε χαμηλότερο με τον εργαζόμενο.
Η σχέση λοιπόν του συνολικού κεφαλαίου με την εισαγωγή στην εξίσωση και της μέσης υπεραξίας (υ) θα πρέπει να γραφτεί Κ=(σ+μ)+υ=Κ' για να υπάρξει σίγουρη κερδοφορία από την πώληση του προϊόντος.
Αν πλήρωνε ο κεφαλαιοκράτης και το σύνολο της αξίας που δίνει σε μισθούς στους εργαζόμενους, τότε η παραπάνω σχέση δεν θα είχε καθόλου υπεραξία και το σύνολο της αξίας που απορροφήθηκε θα ήταν και το κόστος του τελικού προϊόντος . Δηλαδή θα ήταν Κ=Κ'. Δεν θα υπήρχε δηλαδή καθόλου κερδοφορία.
Αυτό που ανακαλύπτει εδώ ο Μαρξ, είναι ότι η σχέση της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο, είναι η ίδια με τη σχέση της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία.
υ/μ= υπερεργασία/αναγκαία_εργασία.
Το ποσοστό της υπεραξίας έτσι γίνεται ακριβής έκφραση για τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, δηλαδή του εργαζομένου από τον εργοδότη.
Σε όλο αυτό το οποίο περιγράφεται εδώ πολύ επιφανειακά και στρογγυλεμένα, υπάρχει μια ένσταση από τους σύγχρονους οικονομολόγους, στο ότι πλέον δεν υπάρχουν τα εργοστάσια που υπήρχαν την εποχή του Μαρξ και η παραγωγική διαδικασία έχει ατονήσει λόγω της τεχνολογίας πλέον, με αποτέλεσμα να μιλάμε για βιομηχανία υπηρεσιών περισσότερο. Το αριστούργημα είναι ότι ο Μαρξ κατατροπώνει το ίδιο εύκολα τους σύγχρονους αμφισβητίες του, με μια απλή φράση:
"Οι υπηρεσίες είναι κι αυτές μια παραγωγική διαδικασία. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μεσολαβεί η διαδικασία παραγωγής ενός εμπορεύματος. Το προϊόν απλά καταναλώνεται την ίδια στιγμή που παράγεται".  

Καρανικολόπουλος Σάκης 
05/05/2023

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

3. Η ΙΔΕΑ ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

Η φύση χτίζει πάνω στο ήδη χτισμένο. Τα άτομα του Υδρογόνου κολλάνε στα άτομα του Οξυγόνου και κάνουν μόρια νερού. Τα μόρια ενώνονται και κάνουν σταγόνες νερού. Το νερό γίνεται σύννεφο και το σύννεφο βροχή. Κάθε σταγόνα ενώνεται με την δίπλα της και δημιουργούν ποτάμια. Τα ποτάμια όλα καταλήγουν σε έναν αχανή χώρο με σταγόνες. Σε έναν ωκεανό!

Κάπως έτσι χτίζεται και ανθρώπινη γνώση. Μια ιδέα κολλάει με άλλες. Μια ιδέα αντιγράφεται και διασκευάζεται με αποτέλεσμα νέες ιδέες. Οι πολλές ιδέες φτιάχνουν τη γνώση. Η γνώση δημιουργεί και πάλι ιδέες. Ο χρόνος σαν ένα ποτάμι που συγκεντρώνει τις ιδέες εκβάλει σε έναν τεράστιο ωκεανό συσσωρευμένης  ανθρώπινης γνώσης. Πάντοτε η ανθρωπότητα λειτουργούσε αντιγράφοντας και διασκευάζοντας την προϋπάρχουσα γνώση.
Αυτή η φυσική κατά τα άλλα διεργασία εξέλιξης της γνώσης διακόπτεται με την εφεύρεση της "πατέντας".

Άρχισε με την αναγνώριση της ιδέας. Με το να αποδίδουμε σε κάποιο άτομο μια καινοτόμα ανακάλυψη. Με το "πνευματικό δικαίωμα" που όντως πρέπει να έχει ένα άτομο, ώστε να αναγνωρίζεται η αξία της σκέψης του. Και πραγματικά αυτή η ηθική τιμή της αναγνώρισης αξίζει να αποδίδεται ως δικαίωμα.
Από εκεί όμως η απόσταση από το να αναχαρακτηριστεί αυτό το δικαίωμα τώρα πλέον σε "πνευματική ιδιοκτησία" ήταν μικρή. Εφόσον το δικαίωμα ανήκε σε κάποιο πρόσωπο, γιατί να μην μπορεί να το πουλάει και να το αγοράζει; Γιατί να μην μπορεί να το χαρακτηρίσει σαν ένα είδος εμπορεύματος;
Έτσι η ιδέα έγινε εμπόρευμα. Όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει πια την προϋπάρχουσα γνώση, πρέπει να πληρώσει για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτή. Η ιδέα περιχαρακώθηκε με το κίνητρο του κέρδους.
Έγινε ένα εμπόρευμα για τους έχοντες.

Φυσικά πάντα υπήρχαν και υπάρχουν αυτοί που αμφισβητούν αυτό το καθεστώς και παρέχουν τη γνώση και τη πληροφορία ελεύθερα. Αλλά όλο και περισσότερο τα περιθώρια στενεύουν. Όλο και περισσότερο αυτοί που θέλουν η γνώση να μοιράζεται σε όλους και πιστεύουν ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να εξελίσσεται, θεωρούνται ακτιβιστές, ρομαντικοί ή ακόμα και πειρατές!

Η ιδέα έγινε ένα προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η σύγχρονη, λεγόμενη, "κοινωνία της πληροφορίας" απαιτεί σεβασμό στο εμπόριό της. Όσο το πεδίο κερδοφορίας μέσα από τη διάδοση της γνώσης όμως θα αυξάνει, τόσο η πληροφορία και η επικοινωνία θα συνδέεται με ένα παράλληλο εμπόριο, με έναν καταιγισμό διαφημίσεων και με μια υποβάθμιση στη ποιότητα της πληροφορίας.
Ενώ η ποιοτική πληροφορία θα πρέπει να πληρώνεται ή να "κλέβεται", δημιουργώντας  μια νέα ηθική και ένα νέο τύπο εγκληματικότητας, βασισμένο στη λογική της καπιταλιστικής "αγοράς".
Υπάρχει άραγε τρόπος να υπερβούμε αυτή τη δυστοπική προοπτική;

Μπορούμε να διδαχθούμε από εγχειρήματα όπως της
Wikipedia, του Blockchain και του Linux
;

Την Wikipedia την συμβουλευόμαστε όλοι εστιάζοντας συνήθως στις πληροφορίες που δίνει και την θεωρούμε σχετικά αξιόπιστη. Τι είναι αυτό όμως που της προσδίδει αξιοπιστία; Πως ξέρουμε ότι οι πληροφορίες της είναι έγκυρες;
Αυτό βασίζεται στη κοινότητα των χρηστών που βρίσκονται πίσω από την παραγωγή περιεχομένου. Αν είναι κάτι περισσότερο ενδιαφέρον από τα ίδια τα άρθρα της ηλεκτρονικής ανοιχτής εγκυκλοπαίδειας, αυτό είναι το
debate της κοινότητας για το τι πρέπει να συμπεριληφθεί και τι όχι στο εκάστοτε άρθρο, ώστε να τηρεί μια αρχή ουδετερότητας. Αυτό που κάνει λοιπόν αξιόπιστη την  Wikipedia είναι η ίδια η κοινότητα που την υποστηρίζει.
Το
Blockchain είναι μια τεχνολογία πιστοποίησης ηλεκτρονικών συναλλαγών, από μια κοινότητα με υπολογιστές αφιερωμένους αποκλειστικά ακριβώς στο να επιβεβαιώνουν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Είναι μια οικονομία που απειλεί μελλοντικά τον ρόλο των τραπεζών. Δυστυχώς τα κρυπτονομίσματα με τα οποία διεξάγονται όμως οι συναλλαγές έχουν ακόμα μικρή ανταλλακτική αξία. Δεν υπάρχουν δηλαδή πολλά προϊόντα και υπηρεσίες που δέχονται τα κρυπτονομίσματα (όπως το Bitcoin και το Etherium, που είναι τα πιο δημοφιλή), ως μέσο συναλλαγών, ενώ οι περισσότεροι που μπαίνουν στα οικοσυστήματα των κρυπτονομισμάτων προσβλέπουν στο εύκολο κέρδος μεγάλου ρίσκου, από τα ρευστά και ασταθή χρηματιστήρια, που διεξάγονται αγοροπωλησίες αξιών  στα διάφορα ψηφιακά νομίσματα (γνωστά ως Tokens) μέσα σε ηλεκτρονικά ανταλλακτήρια.
Παρόλα αυτά η δύναμη της κοινότητας και η δημοκρατία της οικονομίας τα καθιστά αξιόπιστα και στο μέλλον ίσως τα δούμε να πρωταγωνιστούν στην οικονομία, μιας και οι τράπεζες όλο και περισσότερο, προσπαθούν κι αυτές να ψηφιοποιήσουν την οικονομία.
Το
Linux είναι η βάση για τη δημιουργία λειτουργικών συστημάτων για υπολογιστές και συσκευές.
Κάτι σαν τα γνωστά σε όλους μας
Windows της εταιρείας Microsoft, αλλά με μια εντελώς άλλη φιλοσοφία. Τα προγράμματα του Linux δεν έχουν κλειδωμένο προγραμματιστικό κώδικα. Η ιδέα και η τεχνική κατασκευής των προγραμμάτων είναι ελεύθερα προσβάσιμη από τον κάθε χρήστη και προγραμματιστή. Δεν "κλειδώνεται" απο καμιά εταιρεία, ώστε η τεχνογνωσία να παραμένει εταιρικό μυστικό. Η γνώση μοιράζεται και αντιγράφεται ελεύθερα, με μόνες δυο προϋποθέσεις: Ο κάθε ένας που κάνει παρεμβάσεις και συμμετέχει στα έργα ανάπτυξης προγραμμάτων, να βάλει εκεί το όνομά του και να παραδώσει ελεύθερα και πάλι το έργο του στους υπόλοιπους χρήστες της κοινότητας.
Έτσι η ιδέα αναπτύσσεται ταχύτατα, η καινοτομία ακμάζει και οι χρήστες που επιλέγουν τη χρήση του
Linux
, έχουν πάντα μια κοινότητα να τους υποστηρίζει στα προβλήματά τους δίχως να χρειάζεται να πληρώνει για μια τέτοια υπηρεσία υποστήριξης.
Από τα παραπάνω παραδείγματα, γίνεται φανερό, ότι η συνεργασία των ανθρώπων, παράγει καινοτομία και όχι το οικονομικό σύστημα. Δεν είναι ο καπιταλισμός αναγκαστικά συνάρτηση της προόδου. Μάλλον το αντίθετο μιας και περιχαρακώνει την γνώση και την μετατρέπει σε εμπόρευμα, που μπορεί να την αγοράσει μόνο κάποιος προνομιούχος.

Τι σχέση όμως έχουν τέτοια παραδείγματα με την τοπική ανάπτυξη;
Και πως μπορούν να αξιοποιηθούν ή έστω να εμπνεύσουν νέους τομείς ανάπτυξης;
Θα το δούμε στη συνέχεια...       

Καρανικολόπουλος Σάκης 
26/04/2023


Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

2. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα αρχίζει πολύ νωρίς  στις ζωές των ανθρώπων. Η πεμπτουσία του είναι ο ανταγωνισμός. Και ο ανταγωνισμός θέλει ικανότητες και όπλα ώστε να επικρατήσεις ενάντια στους αντιπάλους σου. Πρέπει να γίνεις καλός σε όλα για να τους συντρίψεις.

Ξεκινά από τα σχολεία μας. Τα εργοστάσια παραγωγής εργατών. Δεν υπάρχουν για να προσφέρουν παιδεία και γνώση γενικά, αλλά είναι το προοίμιο για την παροχή εργατών στις απαιτήσεις της αγοράς.
Δεν είναι φορείς παροχής γνώσης, αλλά εκπαιδευτήρια. Στημένα στα πρότυπα των εργοστασίων. Με πειθαρχία πρέπει να μάθουν τα παιδιά την τυποποιημένη γνώση. Σε ένα συγκεκριμένο ωράριο, το οποίο είναι κομμένο και ραμμένο στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, ώστε να βοηθά τους γονείς που εργάζονται. Το κουδούνι που χτυπά για διάλλειμα, θυμίζει τα παλιά εργοστάσια και την ώρα για κολατσιό.
Tα διαγωνίσματα εξοικειώνουν τους μαθητές με τον σκληρό ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις να τα ξέρουν όλα, καλύτερα από τους άλλους. Η επιβράβευση; Το πανεπιστήμιο. Μόνο οι ικανότεροι θα έχουν πρόσβαση σε ανώτερη εκπαίδευση, άρα και σε πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Εκτός κι αν αργότερα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν τις "άκρες" του πελατειακού συστήματος.

Είμαστε όμως οι άνθρωποι αλήθεια τόσο ανταγωνιστικοί από τη φύση μας, όσο θέλουν να μας πείσουν; Γιατί μερικοί μαθητές βοηθάνε τους συμμαθητές τους στις εξετάσεις;  Μπορούμε να είμαστε όλοι καλοί σε όλα; Κι αν όχι πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ικανότητες μας συνεργατικά;
Οι επιχειρήσεις έχουν τους μηχανισμούς φιλτραρίσματος των πιο "άριστων" και εξειδικευμένων εργατών στο να τους ενσωματώσουν στη μηχανή παραγωγής των προϊόντων τους. Έχουν πάντα μια εργασιακή εφεδρεία ανέργων να τους αντικαθιστούν όταν πλέον δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τους. Κι όλα αυτά με ιεραρχημένες πυραμιδωτές διαδικασίες. Διαδικασίες που μας είναι τόσο οικίες, ώστε θεωρούμε ότι οι κοινωνίες είναι κατά κάποιο τρόπο δομημένες  "κάθετα". Οι ικανότεροι στα ψηλά σκαλοπάτια και οι πιο "άχρηστοι" στα πλατώματα της βάσης.
Είναι όμως έτσι;

Πιστεύω πως όχι. Ταλέντα υπάρχουν παντού, απλά οι συνθήκες του ανταγωνισμού και η πρόσβαση στις ευκαιρίες σε καμιά περίπτωση δεν είναι ίσες. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα που από ξεκάθαρη τύχη αναδείχθηκαν και προσέφεραν στην κοινωνία. Μάλιστα συνάντησαν περισσότερα εμπόδια στο δρόμο της ανάδειξής τους, παρά ευτυχείς συγκυρίες.
Και σημαντικός παράγοντας για αυτό είναι η λεγόμενη "ταξική προέλευση" του καθενός μας. Από πόσο ευκατάστατη και διάσημη οικογένεια προερχόμαστε δηλαδή. Το κοινωνικό
status των γονέων καθορίζει και το status
των παιδιών. Το βλέπουμε παντού. Από την επιστήμη μέχρι την πολιτική.
Έτσι λοιπόν διάφοροι "συμβουλάτορες της ζωής" που συγγράφουν βιβλία, μας νουθετούν, πως πρέπει να γίνουμε "ευέλικτοι" σε αυτό το καθεστώς ακραίου ανταγωνισμού.
Η  "ευελιξία" αυτή συνίσταται στο να προσαρμόζουμε τις κοινωνικές σχέσεις μας με βάση το ατομικό συμφέρον. Να αποφεύγουμε "τοξικούς" ανθρώπους. Να κάνουμε ότι υπακούμε στα αφεντικά μας. Να είμαστε υπάκουοι και συνεπείς  εργάτες και να μάθουμε να ρισκάρουμε στη ζωή μας. 
Κι όλα αυτά την ώρα που τα αφεντικά μας προσπαθούν να μειώσουν το ρίσκο. Βασίζονται στη στήριξη του κράτους στις δύσκολες ώρες και το κράτος από την άλλη βασίζεται σε αυτούς για την δημιουργία θέσεων εργασίας.

Ένας φαύλος κύκλος που δύσκολα μπορεί να παρεισφρήσει κάποιος δίχως αθέμιτα μέσα.
Κι αν με κάποιο τρόπο τα καταφέρει έχει να υπερνικήσει γιγαντωμένα πολυεθνικά συμφέροντα, που είτε θα προσπαθήσουν να συνθλίψουν τη νέα αγορά, είτε συνηθέστερα, θα προσπαθήσουν να την εξαγοράσουν και να την ενσωματώσουν στην οικονομική τους δύναμη.

Ας συνοψίσουμε:
Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Οι πιθανότητες σταδιοδρομίας περνούν μέσα από έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ταξική προέλευση του ατόμου. Ακόμα κι αν υπάρχουν ταλέντα με καινοτόμες ιδέες, το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δεν θα έχουν την δυνατότητα να τις αναπτύξουν με επάρκεια, μιας και οι ιδέες αυτές θα πρέπει με κάποιο τρόπο να μεταφραστούν σε εμπόρευμα και κέρδος.
Πως θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη τάξη πραγμάτων;

Καρανικολόπουλος Σάκης
20/02/2023