Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

4. ΠΩΣ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ


 Μια έκφραση του συρμού στη πολιτική δημόσια σφαίρα πολλές φορές γίνεται με την αναφορά στο περιεχόμενό της ,με τη λέξη "Υπεραξία". Την ακούμε πολλές φορές με τη συνοδεία της λέξης "παραγωγή". Η υπεραξία παράγεται λοιπόν κατά κάποιο τρόπο αυτόματα σύμφωνα με αυτούς που την επικαλούνται, με κάποιο μαγικό τρόπο, απλά εστιάζοντας σε κάποιο τομέα παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών και προωθώντας τον με τεχνικές marketing. Αρκεί λοιπόν να γίνει ένας τομέας mainstream, δημοφιλής και εμπορικά καταναλωτικός, ώστε να προσδώσει υπεραξία;

Τόσο μεγάλη απόκλιση στην ετυμολογία μιας λέξης δεν ξέρω πως προέκυψε. Η "Υπεραξία" είναι ένας Μαρξιστικός όρος με συγκεκριμένη διαδικασία εξαγωγής και συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Βασίζεται στην αναγκαστική εκμετάλλευση του εργαζομένου από τον εργοδότη. Και είναι η πεμπτουσία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και του οικονομικού συστήματος που δρούμε και γινόμαστε γρανάζια του.
Ο Μαρξ, καταρχήν διαχωρίζει τον όρο "εργασία" και "εργατική δύναμη".
"Εργασία" είναι, ας πούμε, ο σωματικός και πνευματικός κόπος με σκοπό την δημιουργία συνθηκών ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής. Είναι όμως ένας κόπος προσωπικός που πρωταρχικά προσβλέπει στην ατομική ανάγκη και επιπρόσθετα ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες.  Η "Εργατική δύναμη", πάλι, είναι εμπόρευμα. Είναι η πώληση της εργασίας (δηλαδή των ικανοτήτων μας)  σε κάποιον άλλο, με σκοπό την απόδοση κάποιας αποζημίωσης για τον κόπο μας.
Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι ουσιαστικός, μιας και καθορίζει τις σχέσεις του οικονομικού συστήματος και της κοινωνίας. Προκαπιταλιστικά, η εργατική δύναμη, παρέχονταν δωρεάν και εξαναγκαστικά από σκλάβους. Ο Καπιταλισμός δημιούργησε τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας που απαιτεί θεωρητικά ελεύθερους ανθρώπους, που είναι πρόθυμοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, σε αντάλλαγμα, με ένα μεροκάματο. Αυτές οι σχέσεις μισθωτής εργασίας καθορίζουν  το προσδοκώμενο επίπεδο ζωής, τον ελεύθερο χρόνο, τη δομή της οικογένειας, τη κοινωνική ζωή, ακόμα και τους κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Είναι απαραίτητο επίσης να γνωρίζουμε τον όρο "μέσα παραγωγής". Τα εργαλεία δηλαδή με τα οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις ικανότητές μας, ώστε να παράγουμε "αξίες χρήσης". Πράγματα δηλαδή που είναι ωφέλιμα τους ανθρώπους. Μέσα παραγωγής μπορεί να χαρακτηριστούν κάθε λογιών μηχανές και εργαλεία, αγροτική γη, κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά και ανθρώπους.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απαιτεί οι άνθρωποι να είναι διαχωρισμένοι από τα μέσα παραγωγής, έτσι ώστε αν κάποιος δεν τα διαθέτει για να παράγει κάτι μόνος του, να αναγκάζεται να πουλάει το μόνο πράγμα που μπορεί. Το τομάρι του σε κάποιο αφεντικό που διαθέτει αυτά τα μέσα.
Το εμπόριο γενικά, διακατέχεται από μια ατέρμονη αλληλουχία Εμπορευμάτων. Μπορούμε να φτιάξουμε δυο πήλινα δοχεία πχ, επειδή γνωρίζουμε την τεχνική  κατασκευής τους και να τα ανταλλάξουμε με ένα καλάθι, επειδή κάποιος άλλος ξέρει να κατασκευάζει καλάθια. Επειδή όμως χρειαζόμαστε ένα κοινό εμπόρευμα για να μετράμε τα υπόλοιπα εμπορεύματα εφεύραμε το χρήμα.
Έτσι το χρήμα, είναι κι αυτό ένα εμπόρευμα, που κατασκευάζεται με σκοπό να είναι το μέσο ανταλλαγής για τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Οπότε και η αλληλουχία του εμπορίου μπορεί να χαρτογραφηθεί σε ένα σχήμα που κάποιο Εμπόρευμα μετατρέπεται σε Χρήμα και το χρήμα μετατρέπεται σε ένα άλλο Εμπόρευμα κι αυτό γίνεται και πάλι χρήμα κλπ κλπ. Αν θέλουμε να το κάνουμε εικόνα είναι μια αλυσίδα (Ε)μπόρευμα-(Χ)ρήμα-(Ε)μπόρευμα-Χ-Ε-Χ-Ε....
Στην αλυσίδα "Ε-Χ-Ε-Χ-Ε...", μπορούμε εύκολα να ανακαλύψουμε κι ένα δεύτερο μοτίβο, που δεν έχει για άκρα του το  (Ε)μπόρευμα, αλλά το (Χ)ρήμα. Αν ξεκινήσουμε κάποια στιγμή την αλυσίδα από το (Χ)ρήμα, τότε θα έχουμε μια εικόνα της κάπως έτσι [Χ-Ε-Χ]-Ε-Χ-Ε...
Το πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα, δεν έχει καμιά σχέση με τη τιμή του. Η τιμή του καθορίζεται από την προσφορά και την ζήτηση. Αλλά η τιμή ανεβαίνει και πέφτει γύρω από ένα σημείο ισορροπίας. Οι διακυμάνσεις των τιμών δεν είναι ικανές να εξηγήσουν την συσσώρευση χρήματος και την επένδυσή του ως κεφάλαιο για να παραχθεί κάτι. Από που προκύπτει λοιπόν το κέρδος και άρα αυτή η συσσώρευση κεφαλαίου που θα επενδυθεί και πάλι ως χρήμα για να παράγει εμπορεύματα;
Αυτό πραγματεύεται ο Μαρξ στο έργο του "Το κεφάλαιο" και καταλήγει στο ότι η κινητήρια δύναμη είναι η Υπεραξία, η οποία μάλιστα υποδιαιρείται σε Σχετική Υπεραξία και Απόλυτη Υπεραξία.
Για να φτάσουμε όμως στη μαθηματική σχέση που την εξηγεί, θα πρέπει να εξοικειωθούμε με κάποιους όρους. Σε αδρές γραμμές, μπορούμε να συνοψίσουμε την Μαρξιστική λογική ως εξής:
Έστω ότι θες να επενδύσεις 100€. Αυτά τα μοιράζεις έστω σε 20€ σε πρώτες ύλες για την παραγωγή του προϊόντος σου, 40€ σε μηχανήματα και υποδομές και 40€ σε μισθούς εργατών.
Οι πρώτες ύλες, τα μηχανήματα και οι υποδομές ορίζονται ως Σταθερό Κεφάλαιο. Από την οπτική του κεφαλαιοκράτη είναι μόνο έξοδα όσο δεν μεταποιούνται σε κάτι χρήσιμο. Σε ένα προϊόν που να έχει "αξία χρήσης". Να θέλει ο κόσμος να το αγοράσει. Και όσο ο χρόνος περνάει το σταθερό κεφάλαιο είναι μόνο ζημία για τον κεφαλαιοκράτη. Οι πρώτες ύλες θα χαλάσουν, Τα μηχανήματα όσο δουλεύουν παθαίνουν βλάβες και φθείρονται και τα κτίρια χρειάζονται συντήρηση. Οπότε όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν προϊόν όσο πιο σύντομα γίνεται.
Οι εργαζόμενοι όμως έχουν μια ιδιομορφία. Κάθε μέρα αν φάνε και κοιμηθούν, μπορούν να αναπληρώσουν τις δυνάμεις τους και να στρωθούν ξανά στη παραγωγή. Οι εργαζόμενοι αποτελούν το Μεταβλητό Κεφάλαιο. Μεταβλητό γιατί ο κεφαλαιοκράτης, μπορεί να προκαταβάλει τον μισθό τους (άσχετα, αν ο εργαζόμενος τον παίρνει στο τέλος του μήνα, ο εργοδότης  τον έχει υπολογίσει πριν του τον δώσει, όπως και τους φόρους του στο κράτος). Οι ανάγκες των εργαζομένων, έχουν ένα κάτω όριο επιβίωσης. Δηλαδή έναν μίνιμουμ μισθό που να παρέχει τα βασικά ήδη για να υπάρχουν εργαζόμενοι στα όρια της πείνας. Αν ένας εργαζόμενος παρέχει εργασία που η αξία της υπερβαίνει αυτό το μίνιμουμ, τότε η επιπλέον εργασία, περνάει σε περισσότερη παραγωγή, άρα προσθέτει αξία στα προϊόντα που παράγονται . Είναι δωρεάν επιπλέον εργασία που εξαναγκάζεται ο μισθωτός να παρέχει ώστε να έχει έστω τον ελάχιστο και αναγκαίο μισθό και την επιπλέον αξία που προκύπτει την καρπώνεται ο εργοδότης.

Έτσι το μοτίβο που περιγράφτηκε προηγουμένως Χ-Ε-Χ θα πρέπει να μετατραπεί σε Χ-Ε-ΔΧ. Οπου ΔΧ=η διαφορά χρήματος που προκύπτει απο την διαδικασία παραγωγής και πώλησης ενός προϊόντος. Αυτό το ΔΧ είναι η υπεραξία. Όχι το κέρδος. Αν και από μόνη της η υπεραξία δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, επειδή είναι ένα μεταβλητό μέγεθος μέσα σε μια διαδικασία ανταλλαγής που είναι κοινωνικό φαινόμενο. Έχει νόημα όμως το ποσοστό της υπεραξίας, που είναι παράλληλα και ο δείκτης εκμετάλλευσης του εργαζομένου. Το συνολικό κεφάλαιο (ας το συμβολίσουμε με το Κ, είναι το άθροισμα του σταθερού (σ) και του μεταβλητού (μ) κεφαλαίου. Δηλαδή Κ= σ+μ.
Το μεταβλητό κεφάλαιο είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να παρέχει υπεραξία. Αν ένα κεφάλαιο θέλει να αξιοποιηθεί παραγωγικά θα πρέπει το αρχικό Κ να μετατραπεί σε Κ συν κάτι άλλο. Η συνολική υπεραξία που παράγει ο κάθε μεμονωμένος εργαζόμενος στη κοινωνική διαδικασία δίνει ένα νέο κεφάλαιο, μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Ας το συμβολίσουμε Κ' (κάπα με τόνο).
Θα πρέπει δηλαδή με κάποιο τρόπο το Κ να μετατραπεί σε Κ'.
Η αξία του σταθερού κεφαλαίου (σ), μετατρέπεται στο σύνολό της και απορροφάται στα προϊόντα που θα παραχθούν. Κάθε πρώτη ύλη, κάθε ζημιά στα μηχανήματα, κάθε επισκευή στα κτίρια, τελικά  είναι αξίες που θα ενσωματωθούν όλες στο τελικό προϊόν και θα πρέπει να τις πληρώσει ο καταναλωτής.
Στο μεταβλητό κεφάλαιο όμως έχουμε την παραγωγή υπεραξίας. ο Εργοδότης μπορεί να αυξήσει τις ώρες εργασίας (άρα να παράγει περισσότερα προϊόντα απ' ότι οι ανταγωνιστές του ή να μην πληρώσει τον μισθό που θα έπρεπε και να συμφωνήσει σε χαμηλότερο με τον εργαζόμενο.
Η σχέση λοιπόν του συνολικού κεφαλαίου με την εισαγωγή στην εξίσωση και της μέσης υπεραξίας (υ) θα πρέπει να γραφτεί Κ=(σ+μ)+υ=Κ' για να υπάρξει σίγουρη κερδοφορία από την πώληση του προϊόντος.
Αν πλήρωνε ο κεφαλαιοκράτης και το σύνολο της αξίας που δίνει σε μισθούς στους εργαζόμενους, τότε η παραπάνω σχέση δεν θα είχε καθόλου υπεραξία και το σύνολο της αξίας που απορροφήθηκε θα ήταν και το κόστος του τελικού προϊόντος . Δηλαδή θα ήταν Κ=Κ'. Δεν θα υπήρχε δηλαδή καθόλου κερδοφορία.
Αυτό που ανακαλύπτει εδώ ο Μαρξ, είναι ότι η σχέση της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο, είναι η ίδια με τη σχέση της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία.
υ/μ= υπερεργασία/αναγκαία_εργασία.
Το ποσοστό της υπεραξίας έτσι γίνεται ακριβής έκφραση για τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, δηλαδή του εργαζομένου από τον εργοδότη.
Σε όλο αυτό το οποίο περιγράφεται εδώ πολύ επιφανειακά και στρογγυλεμένα, υπάρχει μια ένσταση από τους σύγχρονους οικονομολόγους, στο ότι πλέον δεν υπάρχουν τα εργοστάσια που υπήρχαν την εποχή του Μαρξ και η παραγωγική διαδικασία έχει ατονήσει λόγω της τεχνολογίας πλέον, με αποτέλεσμα να μιλάμε για βιομηχανία υπηρεσιών περισσότερο. Το αριστούργημα είναι ότι ο Μαρξ κατατροπώνει το ίδιο εύκολα τους σύγχρονους αμφισβητίες του, με μια απλή φράση:
"Οι υπηρεσίες είναι κι αυτές μια παραγωγική διαδικασία. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μεσολαβεί η διαδικασία παραγωγής ενός εμπορεύματος. Το προϊόν απλά καταναλώνεται την ίδια στιγμή που παράγεται".  

Καρανικολόπουλος Σάκης 
05/05/2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου